επιχύνω
Смотреть что такое "επιχύνω" в других словарях:
επιχύνω — (AM ἐπιχέω Μ και ἐπιχύνω) χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον» «χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι 2. ρίχνω άφθονα … Dictionary of Greek
ἐπίχυνε — ἐπίχῡνε , ἐπιχέω pour over pres imperat act 2nd sg ἐπίχῡνε , ἐπιχύνω pres imperat act 2nd sg ἐπίχῡνε , ἐπιχύνω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπίχῡνε , ἐπιχύνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχυση — η (AM ἐπίχυσις) [επιχύνω] χύσιμο υγρού μέσα ή πάνω σε κάτι αρχ. μσν. ασθένεια τών οφθαλμών αρχ. 1. συρροή («ἐπίχυσις δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῑν πολιτῶν», Πλάτ.) 2. πρόποση («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῡντο», Πλούτ.) 3. επάλειψη, επίχριση 4.… … Dictionary of Greek
επιχέω — (Α) βλ. επιχύνω … Dictionary of Greek
καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε … Dictionary of Greek
μετακαταχέω — (Α) [καταχέω] επιχύνω νερό έπειτα … Dictionary of Greek
τυμβεύω — Α [τύμβος] 1. αποτεφρώνω ή θάβω νεκρό, κηδεύω 2. (αμτβ.) είμαι ενταφιασμένος («εἴτε χρῇ θανεῑν εἴτ ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ», Σοφ.) 3. φρ. «χοὰς τυμβεύω τινί» επιχύνω σπονδές στον τάφο κάποιου … Dictionary of Greek
ἐπιχύνουσαι — ἐπιχύ̱νουσαι , ἐπιχέω pour over pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) ἐπιχύ̱νουσαι , ἐπιχύνω pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)